επαγώγιμος

επαγώγιμος
ος , ον индукционный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επαγώγιμος" в других словарях:

  • επαγώγιμος — η, ο (Α ἐπαγώγιμος, ον) [επαγωγή] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή μπορεί να γίνει με επαγωγή 2. το ουδ. ως ουσ. (ηλεκτρ.) το επαγώγιμο ή επαγόμενο το μέρος τών ηλεκτρικών μηχανών στο οποίο παράγεται εξ επαγωγής μια ηλεκτρεγερτική δύναμη ικανή να… …   Dictionary of Greek

  • επαγώγιμος — η, ο 1.που γίνεται ή μπορεί να γίνει με επαγωγή (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., επαγώγιμο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαγωγίμους — ἐπαγώγιμος imported masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»